Γράφει ο
Για όσους καταγόμαστε από την Βόρεια Ελλάδα, το συλλαλητήριο της 21ης Ιανουαρίου ήταν κάτι που το περιμέναμε με αγωνία. Είχαμε άγχος για το αν θα ανταποκριθεί ο κόσμος, καθώς θέλαμε να στείλουμε ένα ηχηρό μήνυμα ενάντια στην καπήλευση της ιστορίας, της ταυτότητας μας και πάνω απ’ όλα, της αλήθειας. Έτσι λοιπόν, όσο πλησίαζαν οι μέρες, τόσο μεγάλωνε και η προσμονή για την ημέρα που με τις σημαίες μας και χωρίς κόμματα και χρώματα, θα κατεβαίναμε στο άγαλμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου για να διαδηλώσουμε για την ιστορική αλήθεια της Μακεδονίας. Έτσι κι έγινε. Κατεβαίνοντας το πρωί της Κυριακής στην παραλία, όλες μου οι αμφιβολίες εξαλείφθηκαν εντός δευτερολέπτων, καθώς είδα δυο πράγματα. Το πρώτο ήταν το πλήθος του κόσμου, που περίπου μιάμιση ώρα πριν την επίσημη έναρξη του συλλαλητηρίου είχε γεμίσει ασφυκτικά το κέντρο, από το Μέγαρο Μουσικής μέχρι το Λιμάνι. Το δεύτερο, και σημαντικότερο, ήταν το είδος του κόσμου που κατέβηκε να διαδηλώσει. Αντρόγυνα με τα παιδιά τους, οικογένειες ολόκληρες, ηλικιωμένοι και παρέες νέων. Τα ακραία στοιχεία ήταν λίγα και περιορισμένα σε θεατρινισμούς και άναρθρες κραυγές, περνώντας απαρατήρητα από το πλήθος κόσμου που δεν τους έδινε καμία απολύτως σημασία.
Το συλλαλητήριο έγινε. Δεν υπάρχει λόγος να σας περιγράψω τις εικόνες, τις οποίες έχετε ήδη δει στο διαδίκτυο και έχετε βγάλει τα συμπεράσματα σας. Μετά το πέρας της διαδήλωσης, γύρισα σπίτι για να διαβάσω αυτά που δεν μπορούσα να δω λόγω του τεράστιου πλήθους, όσο ήμουν εκεί. Αντ’ αυτού, διαπίστωσα πως η υπόλοιπη Ελλάδα έκανε αυτό που φοβόμουν (και για το οποίο είχαγράψει). Το συλλαλητήριο καταπνίγηκε από τα μεγάλα ΜΜΕ, τα οποία είτε διάλεξαν να προβάλουν την αντιδιαδήλωση που έλαβε χώρα στην Καμάρα, είτε (αν μιλάμε για τα κρατικά κανάλια) παραδοσιακούς χορούς και εκπομπές αρχείου. Το πλήθος του κόσμου από 500.000 έγινε 90.000, ενώ τα ηλεκτρονικά μέσα επέλεξαν να επικεντρώσουν την προσοχή τους στους 5 γραφικούς που ντύθηκαν Λεωνίδες και στα φασιστοειδή που έκαψαν το κατειλημμένο κτήριο λίγα χιλιόμετρα μακριά από το Συλλαλητήριο. Ταυτοχρόνως, πικρόχολα άρχισαν οι άτοπες και άκυρες συγκρίσεις με την αντίστοιχη διαδήλωση του 1992 και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης επικράτησε ένα κλίμα ειρωνείας προς αυτούς που πήγαν να υπερασπιστούν το όνομα της Μακεδονίας. Για άλλη μια φορά, ως Έλληνες καταφέραμε να χωριστούμε σε βόρειους και νότιους, όπως τόσα χρόνια χωριζόμαστε σε δεξιούς και αριστερούς, μνημονιακούς και αντιμνημονιακούς, πρόβατα και βοσκούς.
Πραγματικά αδυνατώ να σας περιγράψω την απογοήτευσή μου. Ένιωσα αμέσως παρατημένος από τους ανθρώπους που υποτίθεται πως θα καταλάβαιναν την ανάγκη μου να μην θέλω ο Σκοπιανός να λέγεται Μακεδόνας, ειδικά τη στιγμή που ο υπόλοιπος πλανήτης (και ακόμα και ο διαμεσολαβητής του ΟΗΕ για το ζήτημα) δείχνει να υποστηρίζει την άλλη πλευρά. Ως Μακεδόνας, ένιωσα μόνος. Οι «90.000» νιώσαμε μόνοι. Η υπόλοιπη, έξυπνη και λογική Ελλάδα, σε μεγάλο βαθμό απέρριψε το αίτημα μας και έδωσε κι άλλα πατήματα στη διεθνή κοινότητα να θεωρεί το θέμα λήξαν, και την ελληνική πλευρά υπερβολική και ονειροβατούσα σε έναν ήδη χαμένο για αυτήν αγώνα.
Δεν επιθυμώ και δεν αποζητώ τη στήριξη κανενός που δεν το νιώθει. Απαιτώ όμως σεβασμό στην ανάγκη μας να προφυλάσσουμε τα αυτονόητα. Εμείς, οι «90.000» που κατεβήκαμε στο συλλαλητήριο, δεν χρωστάμε εξήγηση σε κανέναν. Κάναμε αυτό που νιώθαμε και απ’ ότι φάνηκε από τη μία εικόνα που ισούται με χίλιες λέξεις, είμαστε πολλοί περισσότεροι από 90.000. Και πρέπει να λάβεις υπόψη, φίλε αναγνώστη, πως σήμερα πλήττεται η Μακεδονία. Αύριο, μπορεί να είναι η Θράκη και μεθαύριο το Καστελόριζο. Η Ελλάδα είναι ένα και πρέπει να λειτουργεί σαν ένα, ακόμα κι αν καμιά φορά δεν πλήττονται άμεσα τα συμφέροντα όλων. Γιατί σαν ένα έχουμε πετύχει σε ό, τι έχουμε καταπιαστεί, ενώ χωρισμένοι στα δέκα, φτάσαμε εδώ που βρισκόμαστε σήμερα. Φοβισμένοι, μουδιασμένοι, καχύποπτοι και διαιρεμένοι.
Από το huffingtonpost.gr